φως που αχνοφέγγει από μια χαραμάδα
φεγγάρι τρεμάμενο απ'τις σκιές τ'ανέμου
στην αγκαλιά ενός νεκρού
κερί που λιώνει και σβήνεται
στο έρεβος μέσα μου
σκοτεινά μονοπάτια του μυαλού με βασανίζουν
παγιδευμένη στο ασυνείδητο
αρνούμαι να ξυπνήσω
για να μείνω στο σκοτάδι
που, σκιερό και κρύο, με θολώνει
Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2010
homo inepte, quin taces?
Λέξεις κενές. Μαραμένες, βάναυσα στερημένες από κάθε νόημα. Μιλάς, μιλάς, μιλάς... Μα δεν ακούγεσαι, τα γράμματα, φωνήεντα, σύμφωνα, φθόγγοι, δίφθογγοι στη σειρά παραταγμένα μα... κανένας ήχος, καμία έκφραση. Σαν να σε κοιτώ να ανοιγοκλείνεις το στόμα, χωρίς όμως να καταλαβαίνω αν μιλάς -και αν ναι- τι λες. Από τις κινήσεις του στόματος πιάνω καμιά λέξη και τότε εκπλήσσομαι και απογοητεύομαι βαθιά: Μιλάς για αγάπη και για μίσος, για ζωή και θάνατο και το πρόσωπό σου δεν αλλάζει έκφραση. Το πρόσωπό σου δεν φωτίζεται όταν μιλάς για επανάσταση ούτε και η καρδιά σου δε χτυπά πιο δυνατά όταν μιλάς για τους νεκρούς του πολέμου.
Οι λέξεις σου, τα λόγια σου έχουν χάσει το συναίσθημα, έχουν βαλσαμωθεί σε τυποποιημένες δομές και φόρμες. Κι ας σε χειροκροτούν, κι ας σε παινεύουν: Δεν λες τίποτε! Μεγαλόστομες, πολλά υποσχόμενες εκφράσεις, χωρίς τον ανθό της προσδοκίας, που δε σημαίνουν τίποτε, δεν ταρακουνούν καμία ψυχή. Σίγουρα, "κανένας στίχος σήμερα δεν κινητοποιεί τις μάζες", αλλά είναι λυπηρό τα λόγια σου να μην μπορούν να αγγίξουν ούτε μια ψυχή.
Επιτέλους πια! Ανόητε άνθρωπε, γιατί δεν σωπαίνεις;
Οι λέξεις σου, τα λόγια σου έχουν χάσει το συναίσθημα, έχουν βαλσαμωθεί σε τυποποιημένες δομές και φόρμες. Κι ας σε χειροκροτούν, κι ας σε παινεύουν: Δεν λες τίποτε! Μεγαλόστομες, πολλά υποσχόμενες εκφράσεις, χωρίς τον ανθό της προσδοκίας, που δε σημαίνουν τίποτε, δεν ταρακουνούν καμία ψυχή. Σίγουρα, "κανένας στίχος σήμερα δεν κινητοποιεί τις μάζες", αλλά είναι λυπηρό τα λόγια σου να μην μπορούν να αγγίξουν ούτε μια ψυχή.
Επιτέλους πια! Ανόητε άνθρωπε, γιατί δεν σωπαίνεις;
Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2010
Funeral of hearts
Βαριά, ψυχοπλακωτική η ατμόσφαιρα, ατμόσφαιρα θανάτου... Θρήνοι, κλάματα, οδυρμοί. Και εσύ εκεί να προσπαθείς να συγκρατηθείς, να μην ενδίδεις στο κλάμα. Ίσως γιατί τα δάκρυα θα σήμαιναν αποδοχή του θανάτου, αναγνώριση της ήττας. Κι ο παππούς σου να φωνάζει:"Να, τώρα θα σηκωθεί. Τώρα θα σηκωθεί το παλικάρι μου..." Με τόνο ικετευτικό, παρακλητικό, τα χέρια σε στάση προσευχής, μα με μάτια που είχαν ήδη υποκύψει στη βεβαιότητα των πραγμάτων, μη αφήνοντας περιθώρια στο θαύμα.
Μοιρολόγια, σπαραγμοί μητρικής απόγνωσης σου τρυπούσαν τ'αυτιά, σου ξέσκιζαν την καρδιά. Δεν ήθελες όμως να κλάψεις. Χώθηκες στο δωμάτιο, λες και η απόσταση μερικών μέτρων κι ένας τοίχος θα σου προσέφεραν ανακούφιση, θα σε απομάκρυναν από το αίσθημα θανάτου που σε περιτύλιγε, σε πολιορκούσε από μέσα κι από έξω.
Και τότε, για πρώτη φορά -θαρρώ- στα 17 χρόνια που σε ξέρω, άκουσα τον ήχο των λυγμών σου, το ασθατικό σου κλάμα. Είχες χωθεί στην αγκαλιά του φύλακα-άγγελού σου και παραδοθηκες στη θλιψη σου. Σαν μωρό κουτάβι είχες σκύψει ευλαβικά και γραπώθηκες πάνω της. Χάιδευες τα σπλάχνα της, που κάποτε θα δώσουν ζωή και θα αποκαταστήσουν την τωρινή έλλειψή της, σαν να παρακαλούσες να δίναν τώρα πνοή στο νεκρό του σώμα. Και αυτή το κατάλαβε, αλλά δεν μπόρεσε να κάνει τίποτε. Μόνο να σταθεί πλάι σου και να σε προστατέψει από τον θάνατο, όχι όμως και να τον ακυρώσει.
"Αύριο θα συνεχίσω τη ζωή μου μ'ένα άτομο λιγότερο", δήλωσες με πικρία και πόνο. Διαισθανόσουν ότι από αύριο όλα θα έπερναν διαφορετική τροπή και η ζωή σου θα είχε απολέσει οριστικά ένα κομμάτι από την ζωηρότητα και ζωντάνεια της, θα ήταν λίγο πιο νεκρή, λίγο πιο άτονη, λίγο πιο βουβή.
Και αυτό που σε φόβιζε περισσότερο δεν ήταν η ταφή του νεκρού σώματος του πατέρα που αγάπησες, αλλά η ταφή μαζί της και της ζωντανής ψυχής του, της ανάμνησής του, της καρδιάς του που ακόμη άκουγες να χτυπά μέσα σου...
Μοιρολόγια, σπαραγμοί μητρικής απόγνωσης σου τρυπούσαν τ'αυτιά, σου ξέσκιζαν την καρδιά. Δεν ήθελες όμως να κλάψεις. Χώθηκες στο δωμάτιο, λες και η απόσταση μερικών μέτρων κι ένας τοίχος θα σου προσέφεραν ανακούφιση, θα σε απομάκρυναν από το αίσθημα θανάτου που σε περιτύλιγε, σε πολιορκούσε από μέσα κι από έξω.
Και τότε, για πρώτη φορά -θαρρώ- στα 17 χρόνια που σε ξέρω, άκουσα τον ήχο των λυγμών σου, το ασθατικό σου κλάμα. Είχες χωθεί στην αγκαλιά του φύλακα-άγγελού σου και παραδοθηκες στη θλιψη σου. Σαν μωρό κουτάβι είχες σκύψει ευλαβικά και γραπώθηκες πάνω της. Χάιδευες τα σπλάχνα της, που κάποτε θα δώσουν ζωή και θα αποκαταστήσουν την τωρινή έλλειψή της, σαν να παρακαλούσες να δίναν τώρα πνοή στο νεκρό του σώμα. Και αυτή το κατάλαβε, αλλά δεν μπόρεσε να κάνει τίποτε. Μόνο να σταθεί πλάι σου και να σε προστατέψει από τον θάνατο, όχι όμως και να τον ακυρώσει.
"Αύριο θα συνεχίσω τη ζωή μου μ'ένα άτομο λιγότερο", δήλωσες με πικρία και πόνο. Διαισθανόσουν ότι από αύριο όλα θα έπερναν διαφορετική τροπή και η ζωή σου θα είχε απολέσει οριστικά ένα κομμάτι από την ζωηρότητα και ζωντάνεια της, θα ήταν λίγο πιο νεκρή, λίγο πιο άτονη, λίγο πιο βουβή.
Και αυτό που σε φόβιζε περισσότερο δεν ήταν η ταφή του νεκρού σώματος του πατέρα που αγάπησες, αλλά η ταφή μαζί της και της ζωντανής ψυχής του, της ανάμνησής του, της καρδιάς του που ακόμη άκουγες να χτυπά μέσα σου...
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)